οστρακοφόρος

οστρακοφόρος
ος, ο[ν] зоол, панцырный

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Смотреть что такое "οστρακοφόρος" в других словарях:

  • οστρακοφόρος — ο, θηλ. και α (για ζώα) αυτός που φέρει οστράκινο περίβλημα, κέλυφος. [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. ostraco phore (< όστρακο + φόρος < φέρω). Η λ. μαρτυρείται από το 1871 στην εφημερίδα Εφημερίς] …   Dictionary of Greek

  • όστρακο — Το σκληρό και ανθεκτικό κέλυφος, το οποίο περιβάλλει ολικά ή τμηματικά το σώμα διαφόρων ζώων και ιδιαίτερα των μαλακόστρακων και των μαλακίων. Βλ. λ. κοχύλι ή όστρακο. Όστρακον του 5ου π.Χ. αιώνα, με το όνομα του Θεμιστοκλή. (Αθήνα, Μουσείο… …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»